Γράφει ο Κώστας Βαξεβάνης
Όταν ο ΣΥΡΙΖΑ ανέλαβε κυβέρνηση, θεωρητικά είχε να αντιμετωπίσει τα συσσωρευμένα προβλήματα δεκαετιών αλλά κυρίως την παραχώρηση εθνικής κυριαρχίας μέσα από μνημόνια και δεσμεύσεις χωρίς εναλλακτικό δρόμο. Μπορεί κάποιος να συμφωνεί ή να διαφωνεί με τις κυβερνητικές επιλογές, ωστόσο δύσκολα διαφωνεί πως η κυβέρνηση είχε απέναντι μια δύσκολη και παγιωμένη κατάσταση με βασικό στυλοβάτη το μιντιακό σύστημα και τους αυτοματισμούς της διαπλοκής.
Η διακυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ όμως βρέθηκε και μπροστά σε ένα άλλο σοβαρό πρόβλημα. Ήταν η πραγματική και όχι θεωρητική σχέση με τη διακυβέρνηση, δηλαδή επί της ουσίας η έλλειψη κάθε κουλτούρας και εμπειρίας διακυβέρνησης. Το πρώτο διάστημα της εξουσίας του ΣΥΡΙΖΑ, την εποχή δηλαδή που ίσως μοναδική λύση ήταν επιλογές «σοκ και δέος» , χάθηκε πολύς χρόνος για να καταλάβουν οι κυβερνώντες πώς τελικά επιτυγχάνεται αυτό που τόσο πολύ ήθελαν να πετύχουν και κυρίως με ποιους. Αθώοι της εξουσίας και των εγκλημάτων της, οι του ΣΥΡΙΖΑ δέχθηκαν τρομερό σαμποτάζ από τους μηχανισμούς της δημόσιας διοίκησης ενώ το μπούλινγκ από τους τεχνοκράτες της παλιάς εξουσίας ήταν καθημερινό φαινόμενο. Ταυτόχρονα έπρεπε να κάνουν διαπραγμάτευση και να πείσουν γι αυτό την κοινωνία που ό,τι ήξερε από διαπραγμάτευση το μάθαινε από τα fake news του ΣΚΑΙ και του Μαρινάκη. Εν ολίγοις ήταν μεγαλύτερο το σοκ και το δέος που ένοιωθαν οι αντίπαλοι του ΣΥΡΙΖΑ από το χάσιμο της εξουσίας από αυτό που ο ίδιος έσπερνε ως κυβέρνηση.
Ήταν αυτή η περίοδος της άγνοιας και της αμηχανίας που στο ΣΥΡΙΖΑ αναπτύχθηκαν οι δυνάμεις του «ψείριζα». Πολιτικά στελέχη και αντιλήψεις που ψείριζαν την μαϊμού, πετάλωναν το ψύλλο και ήταν διατεθειμένα να κάνουν πολλά ακόμη δύσκολα πράγματα απ το να κυβερνήσουν. Εθισμένοι στην αντιπολίτευση και την βολική αντιπαράθεση, συμπεριφέρονταν σαν να είναι αντιπολίτευση και όχι κυβέρνηση. Είναι παροιμιώδεις οι τοποθετήσεις Υπουργού οικονομικού υπουργείου ο οποίος κατήγγειλε συστηματικά στη Βουλή πόσο μεγάλη είναι η φοροδιαφυγή ξεχνώντας (ή προτιμώντας να ξεχάσει) πως υπεύθυνος για τη σύλληψή της ήταν ο ίδιος. Η αδυναμία αυτή στη συνέχεια πήρε θεωρητικές διαστάσεις. Στην προτροπή «κυβερνήστε», ασυναίσθητα, κομμάτι του κομματικού μηχανισμού θεωρητικολογούσε για το πώς. Αν η διακυβέρνηση ήταν αριστερή ή λιγότερο αριστερή, αν το αριστερόμετρο έδειχνε χαμηλό βαρομετρικό, αν υπήρχε κίνδυνος ο ΣΥΡΙΖΑ να γίνει εξαιτίας της εξουσίας σοσιαλοδημοκρατικό κόμμα. Και επειδή είναι πάντα πιο εύκολο να κλαις παρά να ζεις, πολλοί έκλαιγαν, κλαψούριζαν και θρηνούσαν για όσα αθώα και καθαρά χάνονται συνεχίζοντας επιμελώς το ψείρισμα την ώρα που το θέμα προφανώς δεν ήταν οι ψείρες αλλά τα θηρία.
Σήμερα τα πράγματα είναι διαφορετικά αν και δεν έχει σταματήσει η φαγούρα. Στο εσωκομματικό πεδίο αρκετοί προτιμούν να μεταφέρουν τα διλήμματα στο επίπεδο της θεωρητικής ομφαλοσκόπησης αντί να επιλύουν τα πραγματικά που υπάρχουν. Ωστόσο ο κύβος έχει ριφθεί. Ο Αλέξης Τσίπρας είτε επειδή το επέλεξε, είτε επειδή το επέβαλαν οι καταστάσεις, οδηγεί την κυβέρνηση στο δρόμο της επίλυσης των πιο σοβαρών προβλημάτων της χώρας. Η συμφωνία των Πρεσπών, οι γεοπολιτικές συμμαχίες στις οποίες επενδύει, οι επιλογές που κάνει στη μεταμνημονιακή εποχή και η επιμονή σε τομές στο νομοθετικό έργο (συμπεριλαμβάνονται όσες εξασφαλίζουν μισθούς και συντάξεις) είναι αποδείξεις πως τον απασχολεί η μεγάλη εικόνα και η ουσιαστική επίλυση.
Στη φάση αυτή λοιπόν, όσοι ψειρίζουν τη μαϊμού μπορούν να συνεχίσουν να το κάνουν εισπράττοντας πλέον την πενιχρή συναίνεση της κοινωνίας που προτιμά να την φάνε λιοντάρια από το να την πεθάνουν κοριοί και ψύλλοι. Σήμερα το πρόβλημα είναι άλλο και μοιάζει εγγενές της εξουσίας.
Υπάρχουν ομάδες για τις οποίες το μέσον έγινε σκοπός. Δηλαδή η ανάγκη που νοιώθουν να έχουν την εξουσία έγινε μεγαλύτερη από την ανάγκη η εξουσία τους να αλλάζει πράγματα και να γίνεται λόγος για να την έχουν. Δεν στρογγύλεψαν μόνο πράγματα αλλά τα σκάλισαν και ως μικρά τους ομοιώματα, καθιστώντας τον εαυτό τους τοτέμ των θεσμών. Μόνο που όταν λένε «θεσμό» εννοούν τον εαυτό τους .
Λιγότερο στην κυβέρνηση και περισσότερο στις λειτουργίες του Κοινοβουλίου, έχουν δημιουργηθεί και παγιώνονται καταστάσεις εξαιτίας του γεγονότος ότι στους πρωταγωνιστές τους «δε μυρίζει τίποτα». Οι «δε μύριζα» αποτελούν ιδιαίτερη ομάδα που έχει αφομοιώσει όλες τις καθεστωτικές λειτουργίες αναλαμβάνοντας μάλιστα να τις γυαλίσει, να τις λουστράρει και να τις εμφανίσει ως «θεσμούς». Μόνο που θεσμοί δεν είναι οι δικές τους ερμηνείες.
Όπως έχω γράψει και στο παρελθόν, η αντίληψη αυτή διέπει τα στελέχη που ενεπλάκησαν στην επιτροπή Πόθεν Έσχες της Βουλής και πρακτικά αθώωσαν όσους ήταν υπό έλεγχο. Δεν σταματά όμως εκεί. Υπάρχει μια ιδιαίτερα συγκαλυπτική δραστηριότητα μέσα στη Βουλή, σε θέματα που αφορούν δικογραφίες για πρώην Υπουργούς που φτάνουν από την Εισαγγελία. Πολλές από αυτές τις δικογραφίες είναι καλά δεμένες, αλλά αφήνονται να παραγραφούν όπως γινόταν μέχρι και πριν κυβερνήσει ο ΣΥΡΙΖΑ. Το κυριότερο όμως είναι πως η πλειοψηφία αυτών των δικογραφιών πρέπει να επιστρέψει στην Εισαγγελία για να ασχοληθεί η ίδια με τους Υπουργούς, αφού δεν εμπίπτουν στο νόμο περί Ευθύνης Υπουργών. Πρόκειται για αδικήματα που τελέστηκαν όταν τα συγκεκριμένα πρόσωπα ήταν υπουργοί αλλά όχι κατά την άσκηση των καθηκόντων τους. Δηλαδή πρέπει να έχουν την τύχη δικογραφίας που θα αφορούσε για παράδειγμα διάπραξη φόνου από Υπουργό. Ένα τέτοιο παράδειγμα είναι η δικογραφία με τις παράνομες προσλήψεις υπαλλήλων στο ΚΕΕΛΠΝΟ προκειμένου να εξυπηρετηθεί ο Άδωνης Γεωργιάδης. Αυτές οι δικογραφίες πρέπει να πάνε στην Εισαγγελία. Για κάποιο λόγο όμως οι «δε μύριζα» , όσοι δεν τους βρωμάει πλέον τίποτα σε όσα γίνονται επειδή μοσχοβολάει το άρωμα της εξουσίας, επιλέγουν τη συγκαλυπτική συγκαταβατικότητα και τις παραινέσεις για χαμηλούς τόνους. Διατείνονται μάλιστα πως αυτό ωφελεί τη Δημοκρατία. Φοβούνται τόσο πολύ μήπως κάποιος πάει φυλακή, που φαίνονται σα να κλαίνε προκαταβολικά αγαπημένους φίλους.
Το θέμα προφανώς δεν είναι ούτε οι «ψείριζα» ούτε οι «δε μύριζα» και οι θεωρίες τους. Το θέμα είναι η κυβέρνηση να προχωρήσει. Και για να προχωρήσει πρέπει να δείξει στους πολίτες ότι τους ακούει. Τους πολίτες, ούτε τους ψείριζα ούτε τους «μύριζα γαλλικό άρωμα» στην αποφορά της διαπλοκής.
Όταν ο ΣΥΡΙΖΑ ανέλαβε κυβέρνηση, θεωρητικά είχε να αντιμετωπίσει τα συσσωρευμένα προβλήματα δεκαετιών αλλά κυρίως την παραχώρηση εθνικής κυριαρχίας μέσα από μνημόνια και δεσμεύσεις χωρίς εναλλακτικό δρόμο. Μπορεί κάποιος να συμφωνεί ή να διαφωνεί με τις κυβερνητικές επιλογές, ωστόσο δύσκολα διαφωνεί πως η κυβέρνηση είχε απέναντι μια δύσκολη και παγιωμένη κατάσταση με βασικό στυλοβάτη το μιντιακό σύστημα και τους αυτοματισμούς της διαπλοκής.
Η διακυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ όμως βρέθηκε και μπροστά σε ένα άλλο σοβαρό πρόβλημα. Ήταν η πραγματική και όχι θεωρητική σχέση με τη διακυβέρνηση, δηλαδή επί της ουσίας η έλλειψη κάθε κουλτούρας και εμπειρίας διακυβέρνησης. Το πρώτο διάστημα της εξουσίας του ΣΥΡΙΖΑ, την εποχή δηλαδή που ίσως μοναδική λύση ήταν επιλογές «σοκ και δέος» , χάθηκε πολύς χρόνος για να καταλάβουν οι κυβερνώντες πώς τελικά επιτυγχάνεται αυτό που τόσο πολύ ήθελαν να πετύχουν και κυρίως με ποιους. Αθώοι της εξουσίας και των εγκλημάτων της, οι του ΣΥΡΙΖΑ δέχθηκαν τρομερό σαμποτάζ από τους μηχανισμούς της δημόσιας διοίκησης ενώ το μπούλινγκ από τους τεχνοκράτες της παλιάς εξουσίας ήταν καθημερινό φαινόμενο. Ταυτόχρονα έπρεπε να κάνουν διαπραγμάτευση και να πείσουν γι αυτό την κοινωνία που ό,τι ήξερε από διαπραγμάτευση το μάθαινε από τα fake news του ΣΚΑΙ και του Μαρινάκη. Εν ολίγοις ήταν μεγαλύτερο το σοκ και το δέος που ένοιωθαν οι αντίπαλοι του ΣΥΡΙΖΑ από το χάσιμο της εξουσίας από αυτό που ο ίδιος έσπερνε ως κυβέρνηση.
Ήταν αυτή η περίοδος της άγνοιας και της αμηχανίας που στο ΣΥΡΙΖΑ αναπτύχθηκαν οι δυνάμεις του «ψείριζα». Πολιτικά στελέχη και αντιλήψεις που ψείριζαν την μαϊμού, πετάλωναν το ψύλλο και ήταν διατεθειμένα να κάνουν πολλά ακόμη δύσκολα πράγματα απ το να κυβερνήσουν. Εθισμένοι στην αντιπολίτευση και την βολική αντιπαράθεση, συμπεριφέρονταν σαν να είναι αντιπολίτευση και όχι κυβέρνηση. Είναι παροιμιώδεις οι τοποθετήσεις Υπουργού οικονομικού υπουργείου ο οποίος κατήγγειλε συστηματικά στη Βουλή πόσο μεγάλη είναι η φοροδιαφυγή ξεχνώντας (ή προτιμώντας να ξεχάσει) πως υπεύθυνος για τη σύλληψή της ήταν ο ίδιος. Η αδυναμία αυτή στη συνέχεια πήρε θεωρητικές διαστάσεις. Στην προτροπή «κυβερνήστε», ασυναίσθητα, κομμάτι του κομματικού μηχανισμού θεωρητικολογούσε για το πώς. Αν η διακυβέρνηση ήταν αριστερή ή λιγότερο αριστερή, αν το αριστερόμετρο έδειχνε χαμηλό βαρομετρικό, αν υπήρχε κίνδυνος ο ΣΥΡΙΖΑ να γίνει εξαιτίας της εξουσίας σοσιαλοδημοκρατικό κόμμα. Και επειδή είναι πάντα πιο εύκολο να κλαις παρά να ζεις, πολλοί έκλαιγαν, κλαψούριζαν και θρηνούσαν για όσα αθώα και καθαρά χάνονται συνεχίζοντας επιμελώς το ψείρισμα την ώρα που το θέμα προφανώς δεν ήταν οι ψείρες αλλά τα θηρία.
Σήμερα τα πράγματα είναι διαφορετικά αν και δεν έχει σταματήσει η φαγούρα. Στο εσωκομματικό πεδίο αρκετοί προτιμούν να μεταφέρουν τα διλήμματα στο επίπεδο της θεωρητικής ομφαλοσκόπησης αντί να επιλύουν τα πραγματικά που υπάρχουν. Ωστόσο ο κύβος έχει ριφθεί. Ο Αλέξης Τσίπρας είτε επειδή το επέλεξε, είτε επειδή το επέβαλαν οι καταστάσεις, οδηγεί την κυβέρνηση στο δρόμο της επίλυσης των πιο σοβαρών προβλημάτων της χώρας. Η συμφωνία των Πρεσπών, οι γεοπολιτικές συμμαχίες στις οποίες επενδύει, οι επιλογές που κάνει στη μεταμνημονιακή εποχή και η επιμονή σε τομές στο νομοθετικό έργο (συμπεριλαμβάνονται όσες εξασφαλίζουν μισθούς και συντάξεις) είναι αποδείξεις πως τον απασχολεί η μεγάλη εικόνα και η ουσιαστική επίλυση.
Στη φάση αυτή λοιπόν, όσοι ψειρίζουν τη μαϊμού μπορούν να συνεχίσουν να το κάνουν εισπράττοντας πλέον την πενιχρή συναίνεση της κοινωνίας που προτιμά να την φάνε λιοντάρια από το να την πεθάνουν κοριοί και ψύλλοι. Σήμερα το πρόβλημα είναι άλλο και μοιάζει εγγενές της εξουσίας.
Υπάρχουν ομάδες για τις οποίες το μέσον έγινε σκοπός. Δηλαδή η ανάγκη που νοιώθουν να έχουν την εξουσία έγινε μεγαλύτερη από την ανάγκη η εξουσία τους να αλλάζει πράγματα και να γίνεται λόγος για να την έχουν. Δεν στρογγύλεψαν μόνο πράγματα αλλά τα σκάλισαν και ως μικρά τους ομοιώματα, καθιστώντας τον εαυτό τους τοτέμ των θεσμών. Μόνο που όταν λένε «θεσμό» εννοούν τον εαυτό τους .
Λιγότερο στην κυβέρνηση και περισσότερο στις λειτουργίες του Κοινοβουλίου, έχουν δημιουργηθεί και παγιώνονται καταστάσεις εξαιτίας του γεγονότος ότι στους πρωταγωνιστές τους «δε μυρίζει τίποτα». Οι «δε μύριζα» αποτελούν ιδιαίτερη ομάδα που έχει αφομοιώσει όλες τις καθεστωτικές λειτουργίες αναλαμβάνοντας μάλιστα να τις γυαλίσει, να τις λουστράρει και να τις εμφανίσει ως «θεσμούς». Μόνο που θεσμοί δεν είναι οι δικές τους ερμηνείες.
Όπως έχω γράψει και στο παρελθόν, η αντίληψη αυτή διέπει τα στελέχη που ενεπλάκησαν στην επιτροπή Πόθεν Έσχες της Βουλής και πρακτικά αθώωσαν όσους ήταν υπό έλεγχο. Δεν σταματά όμως εκεί. Υπάρχει μια ιδιαίτερα συγκαλυπτική δραστηριότητα μέσα στη Βουλή, σε θέματα που αφορούν δικογραφίες για πρώην Υπουργούς που φτάνουν από την Εισαγγελία. Πολλές από αυτές τις δικογραφίες είναι καλά δεμένες, αλλά αφήνονται να παραγραφούν όπως γινόταν μέχρι και πριν κυβερνήσει ο ΣΥΡΙΖΑ. Το κυριότερο όμως είναι πως η πλειοψηφία αυτών των δικογραφιών πρέπει να επιστρέψει στην Εισαγγελία για να ασχοληθεί η ίδια με τους Υπουργούς, αφού δεν εμπίπτουν στο νόμο περί Ευθύνης Υπουργών. Πρόκειται για αδικήματα που τελέστηκαν όταν τα συγκεκριμένα πρόσωπα ήταν υπουργοί αλλά όχι κατά την άσκηση των καθηκόντων τους. Δηλαδή πρέπει να έχουν την τύχη δικογραφίας που θα αφορούσε για παράδειγμα διάπραξη φόνου από Υπουργό. Ένα τέτοιο παράδειγμα είναι η δικογραφία με τις παράνομες προσλήψεις υπαλλήλων στο ΚΕΕΛΠΝΟ προκειμένου να εξυπηρετηθεί ο Άδωνης Γεωργιάδης. Αυτές οι δικογραφίες πρέπει να πάνε στην Εισαγγελία. Για κάποιο λόγο όμως οι «δε μύριζα» , όσοι δεν τους βρωμάει πλέον τίποτα σε όσα γίνονται επειδή μοσχοβολάει το άρωμα της εξουσίας, επιλέγουν τη συγκαλυπτική συγκαταβατικότητα και τις παραινέσεις για χαμηλούς τόνους. Διατείνονται μάλιστα πως αυτό ωφελεί τη Δημοκρατία. Φοβούνται τόσο πολύ μήπως κάποιος πάει φυλακή, που φαίνονται σα να κλαίνε προκαταβολικά αγαπημένους φίλους.
Το θέμα προφανώς δεν είναι ούτε οι «ψείριζα» ούτε οι «δε μύριζα» και οι θεωρίες τους. Το θέμα είναι η κυβέρνηση να προχωρήσει. Και για να προχωρήσει πρέπει να δείξει στους πολίτες ότι τους ακούει. Τους πολίτες, ούτε τους ψείριζα ούτε τους «μύριζα γαλλικό άρωμα» στην αποφορά της διαπλοκής.